παθιάζομαι

παθιάζομαι
παθιάζομαι, παθιάστηκα, παθιασμένος βλ. πίν. 36
——————
Σημειώσεις:
παθιάζομαι : η μτχ. παθιασμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο ( γεμάτος πάθος).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παθιάζομαι — παθιάστηκα, παθιασμένος: κατέχομαι από πάθος, από εμπάθεια: Αυτό το παιδί παθιάζεται με ορισμένα παιχνίδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δασιασμένος — η, ο ο δασερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος, σχηματισμός κατά τα σε ιασμένος, αναλογικά προς το σχήμα πάθος παθιάζομαι παθιασμένος] …   Dictionary of Greek

  • παθιάζω — [πάθος] 1. προκαλώ σε κάποιον έντονο ενδιαφέρον, πάθος για κάτι («προσπαθεί να τήν παθιάσει από μικρή με τον χορό») 2. (το ενεργ. και το μέσ.) παθιάζομαι α) υποφέρω από οργανική ή ψυχική ασθένεια («επάθιασε από τα βάσανα και τις πίκρες».) β)… …   Dictionary of Greek

  • προπαθαίνομαι — Α (για ρήτορα) παθιάζομαι προτού αρχίσω τον λόγο μου, παίρνω παθιασμένο ύφος εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παθαίνομαι «κυριεύομαι από έντονο πάθος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”